- ἀνεπισκεύαστος
- ἀν-επι-σκεύαστος, nicht wieder herzustellen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπισκεύαστος — η, ο αυτός που δεν επισκευάστηκε, δεν επιδιορθώθηκε: Η ντουλάπα μένει ακόμη ανεπισκεύαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek